ἐπίρριμμα

From LSJ
Revision as of 19:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρριμμα Medium diacritics: ἐπίρριμμα Low diacritics: επίρριμμα Capitals: ΕΠΙΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: epírrimma Transliteration B: epirrimma Transliteration C: epirrimma Beta Code: e)pi/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό,    A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60.    b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα).    2. (ἐπιρρίπτω 1.2) poultice, Alex.Trall.8.2 (ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).

Greek Monolingual

ἐπίρριμμα, τὸ (Α) επιρρίπτω
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να το καλύψει
2. κατάπλασμα
3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.
διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα).