ἰσαμέριος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ου, Dor. for ἰσημέριος, A lasting an equal time, φύλλοις αἰγείρου S.Fr.593.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσᾱμέριος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἰσημέριος, διαρκῶν ἴσον χρόνον, Σοφ. Ἀποσπ. 692.
Greek Monolingual
ἰσαμέριος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ισημέριος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσᾱμέριος: дор. (= ἰσημέριος) такой же по длительности, столь же продолжительный Soph.