ὀρνεοθηρευτικός

From LSJ
Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Medium diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Low diacritics: ορνεοθηρευτικός Capitals: ΟΡΝΕΟΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orneothēreutikós Transliteration B: orneothēreutikos Transliteration C: orneothireftikos Beta Code: o)rneoqhreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A skilled in bird-catching: ἡ -κή (sc. τέχνη) Ath.1.25d.

German (Pape)

[Seite 382] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοθηρευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Ἀθήν. 25D.

Greek Monolingual

ὀρνεοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών
2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική
η τέχνη του κυνηγιού τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός.