ὀξυκόρακος

From LSJ
Revision as of 00:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκόρᾰκος Medium diacritics: ὀξυκόρακος Low diacritics: οξυκόρακος Capitals: ΟΞΥΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: oxykórakos Transliteration B: oxykorakos Transliteration C: oksykorakos Beta Code: o)cuko/rakos

English (LSJ)

ον, (κόραξ II)    A with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.

Greek Monolingual

ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].