ὁμᾷ
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
Adv., Dor. for ὁμῆ (-ῇ), Hymn.Is.138, IG12(3).320.5 (Thera), Hsch.; Aeol. ὄ[μ]α IG12(2).526b31 (Eresos); ὔμα, ib.29.10,32.11.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾷ: Ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ ὁμῇ, Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 3. 237, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 48. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.