εἰκονογράφος

From LSJ
Revision as of 20:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονογράφος Medium diacritics: εἰκονογράφος Low diacritics: εικονογράφος Capitals: ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: eikonográphos Transliteration B: eikonographos Transliteration C: eikonografos Beta Code: ei)konogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,    A portraitpainter, Arist.Po.1454b9, Them.Or.24.309b; prob. in IG7.3064 (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 727] ὁ, Bilder-, (Porträt-) Maler, Arist. poet. 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονογράφος: ὁ, ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 15, 11, Θεμίστ. 309Β.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 pintor, retratista, δεῖ μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς εἰκονογράφους Arist.Po.1454b9
trad. de lat. pictor imaginarius, DP 7.9
fig. pintor, creador de imágenes προστάττει τὸν συγγραφέα Μωσέα εἰκονογράφον τῆς κτίσεως γενέσθαι haciendo que el Tabernáculo sea una imagen a pequeña escala del universo, Bas.Sel.M.28.1097C, del propio Dios, Leont.Const.Hom.13.79.
2 fig. descriptor τῆς ἀρετῆς εἰ. de Homero, Them.Or.24.309b.

Greek Monolingual

ο (AM εἰκονογράφος)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ζωγραφίζει εκκλησιαστικές εικόνες
νεοελλ.
αυτός που διακοσμεί έντυπα με εικόνες
αρχ.
προσωπογράφος.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονογράφος: ὁ живописец, портретист Arst.