Θησεῖδαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησεῖδαι Medium diacritics: Θησεῖδαι Low diacritics: Θησείδαι Capitals: ΘΗΣΕΙΔΑΙ
Transliteration A: Thēseîdai Transliteration B: Thēseidai Transliteration C: THiseidai Beta Code: *qhsei=dai

English (LSJ)

οἱ, A sons of Theseus, i.e. Athenians, S.OC1066 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Θησεῖδαι: οἱ, ἀπόγονοι τοῦ Θησέως, δηλ. οἱ Ἀθηναῖοι, Σοφ. Ο. Κ. 1066.

Greek Monolingual

Θησεῑδαι, οἱ (Α)
οι απόγονοι του Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» — είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων του Θησέως, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων-ίδης, λαγω-ίδης)].

Greek Monotonic

Θησεῖδαι: οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.