αἰσχυντηρός

Revision as of 19:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ά, όν, A = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg.487b.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).

Spanish (DGE)

-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.

Middle Liddell

= αἰσχυντηλός, Plat.]