διάρραμμα

From LSJ
Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρραμμα Medium diacritics: διάρραμμα Low diacritics: διάρραμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΑΜΜΑ
Transliteration A: diárramma Transliteration B: diarramma Transliteration C: diarramma Beta Code: dia/rramma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαρράπτω) A seam, Plu.2.978a.

Greek (Liddell-Scott)

διάρραμμα: τό, (διαρράπτω) ῥαφή, Πλούτ. 2. 978Α.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
costura, sutura en el cuerpo de un delfín γνωρίσαντες ἐκ τοῦ διαρράματος Plu.2.978a.

Greek Monolingual

το (Α διάρραμμα)
συρραφή, συνένωση με ραφή.