διαβεβαιωτικός

From LSJ
Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβεβαιωτικός Medium diacritics: διαβεβαιωτικός Low diacritics: διαβεβαιωτικός Capitals: ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabebaiōtikós Transliteration B: diabebaiōtikos Transliteration C: diavevaiotikos Beta Code: diabebaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A affirmative, δ. σύνδεσμος A.D.Conj.235.26, al., EM415.42; θεωρία Ptol.Tetr.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.318.28, S.E.P.1.233.

Greek (Liddell-Scott)

διαβεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. σύνδεσμος, σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= βέβαιος, ἀντίθ. τῷ στοχαστικός, Πρόκλ. Παρ. σ. 10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1seguro θέσις S.E.P.2.244, (θεωρία) οὐ δ. op. εἰκαστική Ptol.Tetr.1.2.15.
2 gram. aseverativo, afirmativo σύνδεσμοι A.D.Synt.245.6, Coni.235.26, EM 415.42G., Sch.Er.Il.1.77-78a, 15.288a, del modo indicativo, Origenes M.12.1141D.
II adv. -ῶς
1 con seguridad κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ... καὶ οὐ δ. S.E.P.1.233, cf. 2.28.
2 con resolución, con firmeza Sch.Er.Il.3.46-52.
3 afirmativa, aseverativamente A.D.Synt.318.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβεβαιωτικός, -ή, -όν)
αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση
2. ο βέβαιος.