δυσανταγώνιστος
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
ον, A hard to struggle against, Paus.1.17.6, D.L.2.134, Jul.Or.1.34b.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu bekämpfen, Poll. 3, 141 u. Sp., wie D. L. 2, 134.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαντᾰγώνιστος: -ου, καθ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀνταγωνισθῇ τις, Διογ. Λ. 2. 134.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es adversario difícil, duro enemigo, difícil de combatir Θησεύς Paus.1.17.6, ἔθνη de celtas y gálatas, Iul.Or.1.34c, en el terreno de la dialéctica, D.L.2.134, παράταξις de una formación de batalla, Gr.Nyss.V.Mos.133.18, en sent. moral, Cyr.Al.M.74.173D, Sch.Pi.O.8.28c, c. dat. ἡ σάρξ ... ταῖς τοῦ πνεύματος ἐπιθυμίαις δ. Cyr.Al.Ep.Fest.1.3.32.
2 adv. -ως en forma difícil de combatir Poll.3.141.
Greek Monolingual
δυσανταγώνιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον ανταγωνιστεί.
Russian (Dvoretsky)
δυσανταγώνιστος: непобедимый, неопровержимый (ἐν τῷ συνθέσθαι Diog. L.).