δυσνοέω

Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be ill-affected, τινί LXX 3 Ma.3.24, Plu.Cic.38.

German (Pape)

[Seite 684] übel, feindlich gesinnt sein, τινί, Plut. Cic. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δυσνοέω: ἔχω κακὴν διάθεσιν, κακῶς διάκειμαι πρός τινα, τινι Πλούτ. Κικ. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
être hostile à, en vouloir à.
Étymologie: δύσνοος.

Spanish (DGE)

1 ser desfavorable c. dat. ἡμῖν LXX 3Ma.3.24, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι LXX Es.3.13e, Καίσαρι Plu.Cic.38, 2.205d.
2 en v. med.-pas. ser difícil de entender δυσνοούμενον ζήτημα ref. a Dios, Secund.Sent.3.

Greek Monotonic

δυσνοέω: μέλ. -ήσω (δύσνοος), έχω κακή διάθεση, βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση, εχθρεύομαι, μισώ, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσνοέω: питать неприязнь, враждебно относиться (τινι Plut.).

Middle Liddell

δυσνοέω, fut. -ήσω δύσνοος
to be ill-affected, τινι Plut.