δύσνοος
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
δύσνοον, contr. δύσνους, δύσνουν, ill-affected, disaffected, τινί S.Ant.212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.HG2.1.2: abs., E.IT350, Plu.2.176b. Adv. δυσνόως Poll.2.230.
Spanish (DGE)
δύσνοον
• Alolema(s): contr. δύσνους, δύσνουν
I 1que tiene animadversión c. dat. τῇδε ... πόλει S.Ant.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.Tht.151d, cf. Phdr.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.AI 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.HG 2.1.2
•hostil, enemigo δύσνουν με λήψεσθε E.IT 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.R.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.Herm.51
•neutr. subst. τὸ δύσνουν = malevolencia Philostr.VA 5.36.
2 estúpido δ. καὶ ἰδιώτης καὶ δύσμορφος Isid.Pel.M.78.249D.
II adv. δυσνόως = con mala voluntad o disposición δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.in D.14.53, cf. Poll.2.230.
German (Pape)
[Seite 684] zsgzgn δύσνους, übel gesinnt, abgeneigt; τινί, Soph. Ant. 212; Eur. I. T. 350; in Prosa, Thuc. 2, 60 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
malveillant, hostile.
Étymologie: δυσ-, νόος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνοος: стяж. δύσνους 2 неприязненный, враждебный (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἐχθρικῶς διακείμενος πρός τινα, δυσμενής, τινι Σοφ. Ἀντ. 212, Εὐρ. Ι. Τ. 350, Θουκ. 2. 60· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 2, 12· ― πληθ. ὀνομ. δύσνοι Ξεν. αὐτόθι, Πλάτ. Πολ. 450D· ἀντίθ. εὔνους. ― Ἐπίρρ. δύσνως, Πολυδ. Β’, 230.
Greek Monotonic
δύσνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής, θυμωμένος, εχθρικός, τινι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
English (Woodhouse)
disaffected, disloyal, hostile, ill-disposed, malevolent, unfavourable, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably, unfavorable