εὐνουχισμός

From LSJ
Revision as of 02:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχισμός Medium diacritics: εὐνουχισμός Low diacritics: ευνουχισμός Capitals: ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: eunouchismós Transliteration B: eunouchismos Transliteration C: evnouchismos Beta Code: eu)nouxismo/s

English (LSJ)

ὁ, A castration, Gal.4.576:

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)
εὐνουχίζω η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.