εὐσχημάτιστος

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχημάτιστος Medium diacritics: εὐσχημάτιστος Low diacritics: ευσχημάτιστος Capitals: ΕΥΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euschēmátistos Transliteration B: euschēmatistos Transliteration C: efschimatistos Beta Code: eu)sxhma/tistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A well-formed, Eust.1570.47.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].