εὐχρηματία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, A wealth, ibid.
Greek Monolingual
εὐχρηματία, ἡ (Α) ευχρήματος
αφθονία χρημάτων, πλούτος.