ζύγιμος

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγιμος Medium diacritics: ζύγιμος Low diacritics: ζύγιμος Capitals: ΖΥΓΙΜΟΣ
Transliteration A: zýgimos Transliteration B: zygimos Transliteration C: zygimos Beta Code: zu/gimos

English (LSJ)

ον,    A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.