θριγκώδης
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ες, A like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.
German (Pape)
[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.
Greek (Liddell-Scott)
θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.