κάπρειος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
α, ον, A of the wild boar, ὀδόντες Nonn.D.18.245.
German (Pape)
[Seite 1324] vom Eber, ὀδόντες, Zähne des Ebers, Nonn. D. 18, 245.
Greek (Liddell-Scott)
κάπρειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κάπρον, ὁ τοῦ κάπρου, καπρείων... ὀδόντων, Νόνν. Δ. 18. 245.
Greek Monolingual
κάπρειος, -εία, -ον (Α) κάπρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπρο.