καθάρβυλος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A v. κατάρβυλος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.