καταπληκτέον
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
οὐ κ. A one must not be terrified, Din.1.108.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταπλήσσω, (ἐπί παθ. σημασ.) Δείναρχ. 103, 45· πρβλ. ἀρκτέον ΙΙ.