ἀρκτέον
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
I (ἄρχομαι) one must begin, τι πρᾶγμα S.Aj.853; πάλιν ἀ. ἀπ' ἀρχῆς one must make a fresh start, Pl.Ti.48b; ἀπὸ τοῦ πρώτου, τῶν πρώτων, τῶν γνωρίμων ἀ., Arist.Metaph.1013a3, GA737b25, EN 1095b2, cf. Str.15.1.1.
II (ἄρχω) one must govern, τινί τινος Isoc. 14.10: abs., S.OT628, al. (you must be ruled, i.e. obey).
Spanish (DGE)
I hay que empezar τὸ πρᾶγμα S.Ai.853, πάλιν ἀ. ἀπ' ἀρχῆς Pl.Ti.48b, κινδυνεύει ἔαρος ... εἶναι τούτου τοῦ ἔργου ἀ. en primavera parece que se debe empezar ese trabajo X.Oec.16.12, ἀ. ὅθεν ῥᾷστ' ἂν μάθοι Arist.Metaph.1013a3, ἐντεῦθεν ἀ. Arist.PA 640a14, ἀ. ... ἀπὸ τῶν γνωρίμων Arist.EN 1095b2, cf. Str.15.1.1, Ph.1.502, D.L.10.29, Aristid.Quint.29.20, κατὰ Ἡσίοδον ... ἀ. hay que comenzar a la manera de Hesíodo D.Chr.12.23, ἀ. ... ἡμῖν τῆς ... εὐσεβείας Iul.Ep.89b.299b.
II 1hay que gobernar οὐ τῶν ἄλλων αὐτοῖς ἀ. ellos no deben gobernar a los otros Isoc.14.10.
2 hay que obedecer S.OT 628.
French (Bailly abrégé)
I. (ἄρχω commencer) il faut commencer;
II. (ἄρχω commander);
1 il faut commander;
2 il faut se laisser gouverner, il faut obéir.
Étymologie: adj. verb. de ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκτέον: adj. verb. к ἄρχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. 1) τοῦ ἄρχομαι, πρέπει τις νὰ ἀρχίσῃ, Σοφ. Αἴ. 853· ἀρχὴν ἀρκτέον, πρέπει τις νὰ κάμῃ ἀρχήν, Πλάτ. Τίμ. 48Β· ἀπό τινος ἀρκτέον Στράβ. 685. ΙΙ. τοῦ ἄρχω, πρέπει τις νὰ ἄρξῃ, νὰ κυβερνήσῃ, τινί τινος Ἰσοκρ. 298D. 2) μετὰ παθ. σημασ. Σοφ. Ο. Τ. 628 (ἔνθα ἴδε Schneidewin), πρέπει νὰ εἶσαι ὑπὸ ἀρχήν, νὰ ὑπακούῃς· οὕτω το, σωστέον εἶναι παθ. ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 501· οὐ καταπληκτέον ἐν Δεινάρχ. 103. 45.
Greek Monotonic
ἀρκτέον: ρημ. επίθ.:
I. του ἄρχομαι, πρέπει να κάνουμε την αρχή, να αρχίσουμε, σε Σοφ.
II. του ἄρχω, πρέπει να κυβερνήσουμε· και με Παθ. σημασία, πρέπει να κυβερνιέται, δηλ. να υπακούει, στον ίδ.