κνηκοσυμμιγής
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ές, Dor. κνᾱκ-, A mixed with κνῆκος, Philox.3.19.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.
Greek Monolingual
κνηκοσυμμιγής, -ές (Α)
ο αναμεμιγμένος με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ-μιγής.