κοιλοφθαλμία
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἡ, A sunkenness of eyes, Phryn.Com.77.
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, das Hohläugigsein; Poll. 4, 185; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλοφθαλμία: ἡ, τὸ ἔχειν κοίλους, βαθουλοὺς ὀφθαλμούς, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 23.
Greek Monolingual
κοιλοφθαλμία, ἡ (Α) κοιλόφθαλμος
το να έχει κάποιος κοίλα, βαθουλωτά μάτια.