κλειδοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A locksmith, PTeb.ined., PLips.3i10 (iii A.D.), Sch. Paul.Al.P.2, Cat.Cod.Astr.5(3).88.
German (Pape)
[Seite 1447] Schlüssel machend; subst., ὁ, der Schlosser; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοποιός: -όν, ὁ, κατασκευάζων κλειδία, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 58. 12.
Greek Monolingual
ο (AM κλειδοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιός, ηθο-ποιός.