κοκκόδαφνον

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκόδαφνον Medium diacritics: κοκκόδαφνον Low diacritics: κοκκόδαφνον Capitals: ΚΟΚΚΟΔΑΦΝΟΝ
Transliteration A: kokkódaphnon Transliteration B: kokkodaphnon Transliteration C: kokkodafnon Beta Code: kokko/dafnon

English (LSJ)

τό, A laurel berry, Paul.Aeg.3.28.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκόδαφνον: τό, ὁ κόκκος τῆς δάφνης, ὁ καρπὸς αὐτῆς, Ὀρνεοσόφ. σ. 192.

Greek Monolingual

κοκκόδαφνον, τὸ (AM)
το κουκούτσι της δάφνης, δαφνοκούκουτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή της σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].