Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Full diacritics: κορύμβιον | Medium diacritics: κορύμβιον | Low diacritics: κορύμβιον | Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ |
Transliteration A: korýmbion | Transliteration B: korymbion | Transliteration C: korymvion | Beta Code: koru/mbion |
τό, Dim. of A κόρυμβος 111, Dsc.3.94. II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.