κοραῖος
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
α, ον, A of a maiden, ἠλακάτης δὲ κοραίης Epic.inArch.Pap.7.8.
Greek Monolingual
κοραῑος, -αία, -ον (Α) κόρη
πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).