κολοκάνος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, A v. κολεκάνος.
German (Pape)
[Seite 1474] ὁ, v. l. für κολεκάνος.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκάνος: ὁ, ἴδε κολεκάνος.