κρούστης

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούστης Medium diacritics: κρούστης Low diacritics: κρούστης Capitals: ΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kroústēs Transliteration B: kroustēs Transliteration C: kroystis Beta Code: krou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, = Lat. A petulcus, Dosith.p.397 K.

Greek Monolingual

ο (Α κρούστης) κρούω
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.