κωνόκαρπος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ὁ, A pine-cone, Gloss.
Greek Monolingual
κωνόκαρπος, ὁ (Α)
ο καρπός του πεύκου, το κουκουνάρι.