κωλακρετέω
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
A to be a κωλακρέτης, IG12.25.9: aor. 1 ἐκωλακρέτησαν CIG3660 (Cyzicus).
German (Pape)
[Seite 1542] ein κωλακρέτης sein, Inscr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. 172.