λαχανεύς
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
έως, ὁ, A = λαχανοπώλης, Id.Proll.ad Hes.p.5 G.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, der Gemüsegärtner, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαχανεύς: ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
λαχανεύς, -έως, ὁ (Α) λάχανον
λαχανοπώλης.