λευκόφλοιος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, A with white husk, cj. in Posidon.3 J.; cf. λευκόφαιος.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißer Rinde, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφλοιος: -ον, ἔχων λευκὸν φλοιόν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 649D.
Greek Monolingual
λευκόφλοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό φλοιό.