λογχοειδής

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχοειδής Medium diacritics: λογχοειδής Low diacritics: λογχοειδής Capitals: ΛΟΓΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lonchoeidḗs Transliteration B: lonchoeidēs Transliteration C: logchoeidis Beta Code: logxoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a spear, lanceolate, Dsc.4.144.

Greek (Liddell-Scott)

λογχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λόγχην, Διοσκ. 4. 146.

Greek Monolingual

-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού του οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής (< εἶδος)].