λιμνήσιον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό, A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Dsc.3.7; = κενταύρειον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.3.6. II = ἀδάρκη, Damocr. ap. Gal.13.1051.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνήσιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ, κενταύρειον, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 18. 862, πρβλ. λιμναῖον.