κενταύρειον
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
or κενταύριον, centaury, Centaurea salonitana, Thphr. HP 3.3.6, Diocl.Fr.83.al., POxy.1088.59; κ. τὸ μέγα Dsc.3.6; but κ. τὸ μικρόν feverfew, Erythraea centaurium, ib.7: κενταυρίη, Hp.Morb. 2.59.
Greek (Liddell-Scott)
κενταύρειον: τό, ἴδε κενταύριον.
Greek Monolingual
κενταύρειον, τὸ (Α)
βλ. κενταύριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενταύρειον -ου, τό, ook κενταύριον [κένταυρος] duizendguldenkruid.
German (Pape)
τό, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, Hippocr., Theophr., Diosc.