ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: λῠκοσκῠτάλιον | Medium diacritics: λυκοσκυτάλιον | Low diacritics: λυκοσκυτάλιον | Capitals: ΛΥΚΟΣΚΥΤΑΛΙΟΝ |
Transliteration A: lykoskytálion | Transliteration B: lykoskytalion | Transliteration C: lykoskytalion | Beta Code: lukoskuta/lion |
[ᾰ], τό, A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.
ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.
λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].