Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
Full diacritics: μηδᾰμεῖ | Medium diacritics: μηδαμεῖ | Low diacritics: μηδαμεί | Capitals: ΜΗΔΑΜΕΙ |
Transliteration A: mēdameî | Transliteration B: mēdamei | Transliteration C: midamei | Beta Code: mhdamei= |
Dor. Adv. A nowhere, Schwyzer 323 C 34 (Delph., iv B.C.).
μηδαμεῑ (Α)
(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτ-εί, τουτ-εί)].