ναοδόμος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, (δέμω) A temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.
Greek Monolingual
ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομία («ναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.