νευρόκαυλος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον, A with fibrous stem, Thphr.HP7.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόκαυλος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐννευρόκαυλος.
Greek Monolingual
νευρόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ινώδη βλαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + καυλός «βλαστός»].