νεόστρατος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ον, = foreg., τείρων (Lat. A tiro) PMon.2.2 (vi A.D.).
Greek Monolingual
νεόστρατος, -ον (Α)
νεοστράτευτος.