νηττοφύλαξ
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A duck-watcher, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νηττοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων νήσσας, Γλώσσ.
Greek Monolingual
νηττοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει πάπιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆττα «πάπια» + φύλαξ.