οἰνοειδής

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοειδής Medium diacritics: οἰνοειδής Low diacritics: οινοειδής Capitals: ΟΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: oinoeidḗs Transliteration B: oinoeidēs Transliteration C: oinoeidis Beta Code: oi)noeidh/s

English (LSJ)

ές, A like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).