οἰνόληπτος

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόληπτος Medium diacritics: οἰνόληπτος Low diacritics: οινόληπτος Capitals: ΟΙΝΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: oinólēptos Transliteration B: oinolēptos Transliteration C: oinoliptos Beta Code: oi)no/lhptos

English (LSJ)

ον, A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.

Greek Monolingual

οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].

Russian (Dvoretsky)

οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.