παίπαλον

From LSJ
Revision as of 19:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίπᾰλον Medium diacritics: παίπαλον Low diacritics: παίπαλον Capitals: ΠΑΙΠΑΛΟΝ
Transliteration A: paípalon Transliteration B: paipalon Transliteration C: paipalon Beta Code: pai/palon

English (LSJ)

τό, παίπαλά τε κρημνούς τε A steeps and crags, Call. Dian.194, cf. Sch.Ar.Nu.260.

Greek (Liddell-Scott)

παίπᾰλον: τό, ὄνομα οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ παιπαλόεις, παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.

Greek Monolingual

παίπαλον, τὸ (Α)
απότομο, δύσβατο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)].