παιπαλάω
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
A to be subtle, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 442] verschmitzt, durchtrieben sein, Hesych. erkl. περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν (vgl. παμφαλάω); – παιπαλῶσαι γυναῖκες, Suid. v. Κίρκη, Hexen, Zaubrerinnen.
Greek (Liddell-Scott)
παιπᾰλάω: εἶμαι εἰς τὰς πανουργίας λεπτὸς ὡς ἡ παιπάλη, ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «πεπαλᾶν· περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν», πρβλ. παιπαλώδης.