παρευνέτις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A bedfellow, Nonn.D.8.243.
German (Pape)
[Seite 519] ιδος, ἡ, Bettgenossinn, Nonn. D. 8, 243.
Greek (Liddell-Scott)
παρευνέτις: -ιδος, ἡ, σύνευνος, παρευνέτιν Ἐννοσιγαίου Νόνν. Δ. 8. 243.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα -έτις (πρβλ. ευν-έτις)].