παρεισφρέω
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
A slip in, λαθραίως Tz.H.8.493.
German (Pape)
[Seite 513] eindringen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισφρέω: λαθραίως προσέρχομαι, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.
Greek Monolingual
ΝΜ
εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»].