περισσόλοφος

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόλοφος Medium diacritics: περισσόλοφος Low diacritics: περισσόλοφος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: perissólophos Transliteration B: perissolophos Transliteration C: perissolofos Beta Code: perisso/lofos

English (LSJ)

ον, A with an over-big crest, Opp.C.3.369.

German (Pape)

[Seite 592] mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσό-λοφος)].